ἀνακαλύψω

ἀνακαλύψω
ἀνακαλύπτω
uncover
aor subj act 1st sg
ἀνακαλύπτω
uncover
fut ind act 1st sg
ἀνακαλύπτω
uncover
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιτηρώ — (AM ἐπιτηρῶ, έω) [τηρώ] νεοελλ. επιβλέπω, εποπτεύω μσν. προσέχω, προστατεύω κάποιον αρχ. μσν. 1. παραμονεύω, καιροφυλακτώ 2. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ αρχ. 1. επιθεωρώ, εποπτεύω, διοικώ 2. προσπαθώ ν’ ανακαλύψω κάτι («σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος»… …   Dictionary of Greek

  • μαστεύω — (Α μαστεύω και ματεύω) ζητώ, αναζητώ κάποιον ή κάτι νεοελλ. προσπαθώ να ανακαλύψω υπόγεια ύδατα αρχ. 1. επιζητώ, έχω ανάγκη, χρειάζομαι («τὰ ἐοικότα πὰρ δαιμόνων μαστεύειν», Πίνδ.) 2. επιδιώκω να κάνω κάτι, επιθυμώ ή αγωνίζομαι να επιτύχω κάτι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”